τεχνοκράτης
[texnoˈkratis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, τεχνοκράτισσα [texnoˈkratisa]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Technokratαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fτεχνοκράτηςτεχνοκράτης