„τετραπέρατος“ τετραπέρατος [tetraˈperatos], τετραπέρατη, τετραπέρατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gewieft gewieft τετραπέρατος τετραπέρατος