„τερατολόγημα“: ουδέτερο τερατολόγημα [teratoˈlojima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lügenmärchen Lügenmärchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n τερατολόγημα τερατολόγημα