„τελεσιγραφικός“ τελεσιγραφικός [telesiɣrafiˈkos], τελεσιγραφική, τελεσιγραφικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ultimativ ultimativ τελεσιγραφικός τελεσιγραφικός