„τεκτονικός“ τεκτονικός [tektoniˈkos], τεκτονική, τεκτονικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) tektonisch tektonisch τεκτονικός τεκτονικός examples τεκτονική επιστήμηθηλυκό | Femininum, weiblich f Tektonikθηλυκό | Femininum, weiblich f τεκτονική επιστήμηθηλυκό | Femininum, weiblich f τεκτονική πλάκαθηλυκό | Femininum, weiblich f tektonische Platteθηλυκό | Femininum, weiblich f τεκτονική πλάκαθηλυκό | Femininum, weiblich f