„τεκνοποιία“: θηλυκό τεκνοποιία [teknopiˈia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zeugung Zeugungθηλυκό | Femininum, weiblich f τεκνοποιία τεκνοποιία