„τεκμηρίωση“: θηλυκό τεκμηρίωση [tekmiˈriosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Dokumentation Dokumentationθηλυκό | Femininum, weiblich f τεκμηρίωση τεκμηρίωση