„τεκμήριο“: ουδέτερο τεκμήριο [tekˈmirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Beleg, Beweis Belegαρσενικό | Maskulinum, männlich m τεκμήριο Beweisαρσενικό | Maskulinum, männlich m τεκμήριο τεκμήριο