„τεθωρακισμένο“: ουδέτερο τεθωρακισμένο [teθorakjizˈmeno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Panzertruppe Panzertruppeθηλυκό | Femininum, weiblich f τεθωρακισμένο τεθωρακισμένο examples τεθωρακισμένο άρμα (μάχης) Panzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m τεθωρακισμένο άρμα (μάχης)