„ταχύμετρο“: ουδέτερο ταχύμετρο [taˈçimetro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tachometer Tachometerουδέτερο | Neutrum, sächlich n ταχύμετρο ταχύμετρο