„ταφόπετρα“: θηλυκό ταφόπετρα [taˈfopetra]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Grabstein Grabsteinαρσενικό | Maskulinum, männlich m ταφόπετρα ταφόπετρα