„ταυρομαχία“: θηλυκό ταυρομαχία [tavromaˈçia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stierkampf Stierkampfαρσενικό | Maskulinum, männlich m ταυρομαχία ταυρομαχία