ταρίφας
[taˈrifas]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f οικείο | umgangssprachlichοικOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Taxifahrerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fταρίφαςταρίφας