„ταράζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ταράζομαι [taˈrazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich aufregen sich aufregen ταράζομαι ταράζομαι