„ταπετσιέρης“: αρσενικό ταπετσιέρης [tapeˈtsjeris]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tapezierer examples ταπετσιέρης τοίχων Tapeziererαρσενικό | Maskulinum, männlich m ταπετσιέρης τοίχων