„ταπεινώνω“: μεταβατικό ρήμα ταπεινώνω [tapiˈnono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) erniedrigen, demütigen erniedrigen, demütigen ταπεινώνω ταπεινώνω