„ταξιτζής“: αρσενικό ταξιτζής [taksiˈdzis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-ήδες> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Taxifahrer Taxifahrerαρσενικό | Maskulinum, männlich m ταξιτζής ταξιτζής