ταξινόμηση
[taksiˈnomisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Klassifikationθηλυκό | Femininum, weiblich fταξινόμησηταξινόμηση
- Aufschlüsselungθηλυκό | Femininum, weiblich fταξινόμηση κατάτμησηταξινόμηση κατάτμηση