„ταξιαρχία“: θηλυκό ταξιαρχία [taksiarˈçia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Brigade Brigadeθηλυκό | Femininum, weiblich f ταξιαρχία ταξιαρχία