ταμπόν
[tamˈbon]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Tamponαρσενικό | Maskulinum, männlich mταμπόνταμπόν
- Stempelkissenουδέτερο | Neutrum, sächlich nταμπόν για σφραγίδαταμπόν για σφραγίδα