„ταμπουρώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ταμπουρώνομαι [tambuˈronome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich verbarrikadieren sich verbarrikadieren ταμπουρώνομαι ταμπουρώνομαι