„ταμπάκος“: αρσενικό ταμπάκος [taˈbakos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schnupftabak Schnupftabakαρσενικό | Maskulinum, männlich m ταμπάκος ταμπάκος