„ταλαιπωρία“: θηλυκό ταλαιπωρία [talepoˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Strapaze Strapazeθηλυκό | Femininum, weiblich f ταλαιπωρία ταλαιπωρία