„τακτοποιούμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα τακτοποιούμαι [taktopiˈume]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich klären sich klären τακτοποιούμαι τακτοποιούμαι