„τίμημα“: ουδέτερο τίμημα [ˈtimima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Preis Preisαρσενικό | Maskulinum, männlich m τίμημα κόστος τίμημα κόστος