„τήβεννος“: θηλυκό τήβεννος [ˈtivenos]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Robe, Toga Robeθηλυκό | Femininum, weiblich f τήβεννος τήβεννος Togaθηλυκό | Femininum, weiblich f τήβεννος ιστορία | Geschichteιστ τήβεννος ιστορία | Geschichteιστ