„τάμα“: ουδέτερο τάμα [ˈtama]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gelübde, Weihgabe Gelübdeουδέτερο | Neutrum, sächlich n τάμα θρησκεία | Religionθρησκ υπόσχεση τάμα θρησκεία | Religionθρησκ υπόσχεση Weihgabeθηλυκό | Femininum, weiblich f τάμα χάρισμα τάμα χάρισμα