„τάλιρο“: ουδέτερο τάλιρο [ˈtaliro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Taler Talerαρσενικό | Maskulinum, männlich m τάλιρο ιστορία | Geschichteιστ τάλιρο ιστορία | Geschichteιστ