„σώος“ σώος [ˈsoos], σώα, σώοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) heil, unversehrt heil, unversehrt σώος σώος examples σώος και αβλαβής wohlbehalten σώος και αβλαβής