„σώβρακο“: ουδέτερο σώβρακο [ˈsovrako]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Unterhose (Herren-)Unterhoseθηλυκό | Femininum, weiblich f σώβρακο σώβρακο