„σύστοιχος“ σύστοιχος [ˈsistixos], σύστοιχη, σύστοιχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einander zugeordnet einander zugeordnet σύστοιχος σύστοιχος