„σύσπαση“: θηλυκό σύσπαση [ˈsispasi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zucken Zuckenουδέτερο | Neutrum, sächlich n σύσπαση σύσπαση examples σύσπαση των άκρων Gliederzuckenουδέτερο | Neutrum, sächlich n σύσπαση των άκρων