„Σύριγξ“: θηλυκό Σύριγξ [ˈsiriɣks]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Syrinx Syrinxθηλυκό | Femininum, weiblich f Σύριγξ μυθολογία | Mythologieμυθ Σύριγξ μυθολογία | Mythologieμυθ