„σύνεση“: θηλυκό σύνεση [ˈsinesi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Einsicht, Vernunft Einsichtθηλυκό | Femininum, weiblich f σύνεση Vernunftθηλυκό | Femininum, weiblich f σύνεση σύνεση