σύνδεσμος
[ˈsinðezmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verbandαρσενικό | Maskulinum, männlich mσύνδεσμος ένωση ανθρώπωνVereinαρσενικό | Maskulinum, männlich mσύνδεσμος ένωση ανθρώπωνσύνδεσμος ένωση ανθρώπων
- Bundαρσενικό | Maskulinum, männlich mσύνδεσμος σχέση, φιλίασύνδεσμος σχέση, φιλία
- Konjunktionθηλυκό | Femininum, weiblich fσύνδεσμος γραμματική | GrammatikγραμμBindewortουδέτερο | Neutrum, sächlich nσύνδεσμος γραμματική | Grammatikγραμμσύνδεσμος γραμματική | Grammatikγραμμ
- Gelenkbandουδέτερο | Neutrum, sächlich nσύνδεσμος ανατομία | Anatomieανατσύνδεσμος ανατομία | Anatomieανατ
- Verknüpfungθηλυκό | Femininum, weiblich fσύνδεσμος ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ σε υπερκείμενοσύνδεσμος ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ σε υπερκείμενο
examples
- σύνδεσμος εργοδοτώνArbeitgeberverbandαρσενικό | Maskulinum, männlich m