„σύγγραμμα“: ουδέτερο σύγγραμμα [ˈsiŋɣrama]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schrift Schriftθηλυκό | Femininum, weiblich f σύγγραμμα σύγγραμμα