σόλο
[ˈsolo]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj <άκλιτο | invariabel, unveränderlichinv>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- soloσόλοσόλο
examples
- σόλο καλλιτέχνηςαρσενικό | Maskulinum, männlich mSolokünstlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σόλο καλλιτέχνηςαρσενικό | Maskulinum, männlich mAlleinunterhalterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σόλο καλλιτέχνιδαθηλυκό | Femininum, weiblich fSolokünstlerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples