σωρεία
[sorˈia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Häufungθηλυκό | Femininum, weiblich fσωρείασωρεία
examples
- σωρεία δικώνProzesslawineθηλυκό | Femininum, weiblich f
- σωρεία ψευδώνLügengebäudeουδέτερο | Neutrum, sächlich nLügengeschichteθηλυκό | Femininum, weiblich f