„σωληνάριο“: ουδέτερο σωληνάριο [soliˈnario]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tube, Röhrchen Tubeθηλυκό | Femininum, weiblich f σωληνάριο Röhrchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n σωληνάριο σωληνάριο examples σωληνάριο οδοντόπαστας Zahnpastatubeθηλυκό | Femininum, weiblich f σωληνάριο οδοντόπαστας