„σωλήνωση“: θηλυκό σωλήνωση [soˈlinosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Rohrleitung Rohrleitungθηλυκό | Femininum, weiblich f σωλήνωση σωλήνωση