σχόλασμα
[ˈsxolazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Feierabendαρσενικό | Maskulinum, männlich mσχόλασμα τέλος εργασίαςσχόλασμα τέλος εργασίας
- Schulschlussαρσενικό | Maskulinum, männlich mσχόλασμα από το σχολείοσχόλασμα από το σχολείο
- Entlassungθηλυκό | Femininum, weiblich fσχόλασμα απόλυσησχόλασμα απόλυση