„σχολιαρόπαιδο“: ουδέτερο σχολιαρόπαιδο [sxoʎaˈropeðo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schulkind Schulkindουδέτερο | Neutrum, sächlich n σχολιαρόπαιδο σχολιαρόπαιδο