„σχοινόπρασο“: ουδέτερο σχοινόπρασο [sçiˈnopraso]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schnittlauch Schnittlauchαρσενικό | Maskulinum, männlich m σχοινόπρασο σχοινόπρασο