„σχοινοβάτισσα“: θηλυκό σχοινοβάτισσα [sçinoˈvatisa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Seiltänzerin Seiltänzerinθηλυκό | Femininum, weiblich f σχοινοβάτισσα σχοινοβάτισσα