„σχοινοβάτης“: αρσενικό σχοινοβάτης [sçinoˈvatis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Seiltänzer Seiltänzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m σχοινοβάτης σχοινοβάτης