„σχιζοφρενικός“ σχιζοφρενικός [sçizofreniˈkos], σχιζοφρενική, σχιζοφρενικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schizophren schizophren σχιζοφρενικός σχιζοφρενικός