„σχετικότητα“: θηλυκό σχετικότητα [sçetiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Relativität Relativitätθηλυκό | Femininum, weiblich f σχετικότητα σχετικότητα