σχεδιασμός
[sçeðiazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Planungθηλυκό | Femininum, weiblich fσχεδιασμόςσχεδιασμός
examples
- σχεδιασμός προϊόντος οικονομία | WirtschaftοικονProduktdesignουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- σχεδιασμός προϋπολογισμού πολιτική | PolitikπολιτHaushaltsplanungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- σχεδιασμός συγκοινωνίαςVerkehrsplanungθηλυκό | Femininum, weiblich f