σχίσμα
[ˈsçizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Rissαρσενικό | Maskulinum, männlich mσχίσμα σχισμήσχίσμα σχισμή
- Spaltungθηλυκό | Femininum, weiblich fσχίσμα διχογνωμία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσχίσμα διχογνωμία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Schismaουδέτερο | Neutrum, sächlich nσχίσμα θρησκεία | Religionθρησκσχίσμα θρησκεία | Religionθρησκ