„σχίσιμο“: ουδέτερο σχίσιμο [ˈsçisimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Aufschneiden Aufschneidenουδέτερο | Neutrum, sächlich n σχίσιμο σχίσιμο